- κυττοί
- κυττοίreceptaclesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυττοί — κυττοί, οι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δεκτικόν χώρημα, καθώς ποτήριον» … Dictionary of Greek